- ολοζώντανος
- -η, -ο1. γεμάτος ζωή και δράση, ζωντανός, έμψυχος2. γεμάτος ζωτικότητα, γεμάτος ζωντάνια, δραστήριος3. (για κρέας ή ψάρι) πολύ φρέσκος, νωπός.επίρρ...ολοζώνταναόλο ζωντάνια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ολοζώντανος — η, ο 1. επιτατικό του ζωντανός. 2. μτφ., ο γεμάτος ζωτικότητα, δραστήριος, έξυπνος, ζωηρός, έντονος: Είναι ακόμη δραστήριος, ολοζώντανος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
σπαρταριστός — ή, ό 1. εκείνος που σπαρταράει. 2. αυτός που αναπαρασταίνεται ζωηρά, ολοζώντανος: Στις σελίδες αυτού του βιβλίου βρίσκει κανείς σπαρταριστές περιγραφές της θάλασσας. 3. «σπαρταριστά ψάρια», φρέσκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)